Ο Θεομάχος
Φορώντας τον δερμάτινο χιτώνα
και τη λερή μου σάρκινη στολή,
τη γλώσσα βγάζω τρίς στον Κηδεμόνα,
στην γλίσχρα Του Εδέμ ξερνώ χολή,
και έτοιμος σα νάνος που σε τσίρκο,
το γέλιο να σκορπίσει μελετά,
γρικάω τη φωνή Του: "Α ρε Νίκο,
μου τα ΄σουρες ζορμπάκο μ΄ αρκετά,
και τήρα να μαζεύεσαι στα ίδια,
μην σε κοντύνω κι άλλο... Τι νογάς;
Για χέριασε κεριά, τσάκω στασίδια,
και στέκα εν σιωπή, αν και λογάς".
"Γελώ και με τις Δέκα Εντολές Σου,
που ένδεκα να κάμνεις δεν μπορείς,
στο μεσιανό κατάρτι τώρα δέσου,
και πάψε πλέον να με λοιδορείς,
τι γένομαι και Χάρυβδη και Σκύλλα,
κομμάτια να σε κάμνω χίλια δυό".
Και είπε ο Θεός: "Αλί... Τι νίλα;
Αυτός θα μου μολέψει και τον Γιό".