Ο Αρχειοθέτης
Στις μία
ακριβώς το μεσημέρι, σταμάτησε να εξυπηρετεί το κοινό.
<<
Περάστε όλοι έξω. Το τμήμα κλείνει. Θα τηρηθεί απαρασάλευτα το ωράριο αυτή τη
φορά όσο και αν διαμαρτυρηθείτε >> πρόγκηξε τους αλαφιασμένους δικηγόρους
και αφού τους συνόδεψε ως την έξοδο της αχανούς αίθουσας, σχεδόν σπρώχνοντας
τους, έστριψε το κλειδί στη πόρτα δυο φορές.
Έμεινε με το
βοηθό του έναν ατσούμπαλο σαραντάρη, να
ατενίζουν τα βουνά των δικογραφιών και τoυς μαύρους τόμους με τις
αποφάσεις, που αραδιασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο στα εξαρθρωμένα γραφεία, έδειχναν έτοιμοι να καταρρεύσουν κάτω από το
ίδιο τους το βάρος.
<< Αν
θέλεις Γιάννη, μπορείς να φύγεις. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο για σήμερα...>>,
μίλησε στον συνάδελφο του και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Αυτός χωρίς να
φέρει αντίρρηση, φόρεσε το σακάκι του, πήρε παραμάσχαλα τη τσάντα και
κατευθύνθηκε προς τη κλειστή πόρτα.
<< Από
τις επτά αύριο, θα βρίσκομαι στο γραφείο. Άστα έτσι όπως είναι αφεντικό και τα
τακτοποιούμε μαζί το πρωί μετά το καφέ.>>
Ξανακλείδωσε
τη πόρτα ασφαλείας.
Επιτέλους
μόνος. Οι λαμπτήρες φθορισμού σκορπούσαν δίχως φειδώ το χιονώδες τους φώς σε
μια σπάταλη επίδειξη ματαιοδοξίας, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τον αδιάφορο δημοσιοϋπαλληλικό
χώρο .
Βάλθηκε να
ντανιάζει τις φθαρμένες δικογραφίες κατά διαδικασία, αλλού τη τακτική
Πολυμελούς, αλλού τα Εργατικά, αλλού τις Μισθώσεις πάνω στα μεγάλα τραπέζια
μελέτης. Το ίδιο ακριβώς έπραξε και με τις αποφάσεις.
Του πήρε
κάμποση ώρα.
Έπρεπε τώρα
να βρει κουράγιο να αρχίσει να τοποθετεί στους φοριαμούς.
Έπεσε
αποκαμωμένος σε μια καρέκλα και έμοιασε για μια στιγμή με έναν ανήμπορο γέρο
που καταρρέει στις σκάλες του ΙΚΑ, ντάλα μεσημέρι Αυγούστου.
Δεν στάθηκε
έτσι για πολύ.
Τίναξε από
πάνω του έξαφνα την ανημποριά, σηκώθηκε φουριόζος και αποφασιστικά πήρε να
τακτοποιεί.
Τι τάχα όμως
τον έπιασε κι αντί να βάζει το κάθε πράγμα στη θέση του, εκεί όπου ήταν η μοίρα
του και το ριζικό του, άρχισε να αυτοσχεδιάζει;
Έπαιρνε έτσι
ένα τόμο της Εκουσίας και τον έχωνε σε ένα κενό στις Απαλλοτριώσεις, ένα των
Αμοιβών και τον στρίμωχνε στα Αυτοκίνητα. Η διαδικασία τον εξίταρε. Η ανώμαλη
τροπή τον έκανε να γουστάρει αφόρητα.
Αφού
τέλειωσε με τους τόμους των αποφάσεων ξεκίνησε με τις δικογραφίες. Τις έχωνε
μέσα στα ντέξιον στη τύχη, εκεί που δεν ανήκαν, ανάμεσα σε αλλότριες
διαδικασίες.
Μια ώρα
αργότερα, σαν τέλεψε πια με την εκκρεμότητα της ημέρας, πεινασμένος ακόμα χάος,
συνεπαρμένος ως τα μύχια από το αδιέξοδο παιχνίδι, μπήκε στους φωριαμούς και
συνέχισε απτόητος το καταστροφικό του
έργο.
Το απόγευμα η καθαρίστρια τον βρήκε ιδρωμένο να
βαριανασαίνει. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν βρισκόταν στη θέση του.
Αύριο το πρωί
όλα μέσα στο Αρχείο θα έμοιαζαν διαφορετικά. Μια μέρα λαγαρή, απαλλαγμένη από
τους βραχνάδες της τάξης, θα ξημέρωνε. Κάτι το διαφορετικό, -για αυτό δα ήταν
απόλυτα βέβαιος- θα γεννιόταν από τούτη δα την αταξία. Μήτε ο θεός ο ίδιος δεν
θα ήταν σε θέση να φέρει μιαν κάποιου είδους ισορροπία στο ξεκούρδιστο πια για τα καλά, σύμπαν του Αρχείου
όπως το είχε καταντήσει με τα του ίδια
του τα ταπεινά, χωμάτινα χέρια.
Προς στιγμήν
νοιώθοντας βαθιά ικανοποίηση από την επίδοση του αυτή, ξέσπασε σε γέλια ηχηρά.
Γρήγορα
σοβάρεψε.
Ένας κύκλος
έδειχνε να κλείνει κατά πάσα πιθανότητα οριστικά.
Όπως είχε
ριζικώς μεταμορφώσει τις δομές του σύμπαντος του, έθετε εαυτόν και μάλιστα
αυτοβούλως εκτός συστήματος.
Αλήθεια… Τι ρόλος
άραγε να του επιφυλασσόταν σε έναν κόσμο που από αύριο κι΄όλας δεν θα είχε
ποσώς την ανάγκη του;
Ένας
Αρχειοθέτης δίχως Αρχείο, ένας Ιησούς χωρίς το σταυρό να μην ξέρει τι να κάμει με
μιαν Ανάσταση που του φορτωνόταν ακουσίως.
Βγήκε στο
καθαρό αέρα.
Σουρούπωνε
αργά, σαν με χρονοκαθυστέρηση.
Περίμενε στη
στάση ώρα. Το λεωφορείο για τη θάλασσα πήχτρα. Πρόσωπα χαρούμενα, παιδιά
ερωτευμένα με την ίδια τη ζωή, τιτιβίσματα, σαλιαρίσματα.
Κατέβηκε παραλία.
Η προκυμαία
εισχωρούσε βαθιά στον κόλπο της θάλασσας
σαν ένα τεράστιο καυλωμένο πέος, με την άκρια της να αφρίζει βρώμικο κύμα.
Κατέβηκε σκαλάκια προσεγγίζοντας το
επίπεδο του νερού.
Κοίταξε γύρω
του ένα ένα τα στοιχεία που απάρτιζαν τη πραγματικότητα του κόσμου που πενήντα
χρόνια τώρα σπαρταρούσε μέσα του, να σβήνουν στο μούχρωμα.
<<
Μπορώ να περπατήσω επί των κυμάτων>>, συλλογίστηκε.<< Τι τάχα είναι
σε θέση, να με σταματήσει; >>.
Έβαλε πρώτα
το δεξί και συμπλήρωσε τη κίνηση με το αριστερό. Έκπληκτα τα ζευγαράκια που
χαμουρεύονταν αραγμένα πάνω στα τσιμέντα κατά μήκος του μόλου, είδαν τον
άνθρωπο, ένα απροσδιόριστης ηλικίας όν με κασίδα καλογερική απλωμένη στο πάνω
μέρος του κρανίου, να βαδίζει επί των υδάτων για κάμποσα μέτρα, πριν βουλιάξει οριστικά και
χαθεί αύτανδρος στα σκουπιδόνερα.
Την τρίτη
μέρα από τη κηδεία, επισημαίνοντας τη χήρα να σπαράζει πεσμένη με τα γόνατα μπρός στο κακοχωνεμένο χώμα που
σκέπαζε τον Αρχειοθέτη, πλησίασε
προσεκτικός σα φίδι, ο νεκροθάφτης.
<<
Κυρία >>,της ξομολογήθηκε << Μην με παρεξηγάτε. Να σας μιλήσω θέλω,
για κάτι αρκετά παράδοξο που μου έλαχε τις προάλλες. Ο άνδρας σας ήταν. Για
αυτό δα, είμαι απόλυτα βέβαιος. Τον αναγνώρισα την ημέρα της κηδείας του, σαν
τον έθαφτα.
Είχε έρθει δύο
μέρες πριν ο δόλιος και στεκόταν εμπρός από τούτο το τάφο, άδειο ακόμα.
Εγώ ο ίδιος λίγες
ώρες πριν είχα κάνει την εκταφή με τα ίδια μου τα χεράκια.
Περνούσα από
εκεί τυχαία λίγο πριν κλείσει το κοιμητήρι ψάχνοντας για τυχόν αργοπορημένους.
Με έκρυβαν οι τάφοι.
Κοίταξε τότε
αυτός τριγύρω μην και τον έβλεπε κανείς και έριξε μέσα στο λάκκο
κάτι.
Χαρτί μου είχε φανεί από μακριά. Παραξενεύτηκα
πολύ με αυτή του την κίνηση. Με έτρωγε η περιέργεια.
Σαν
απομακρύνθηκε αρκετά, πλησίασα και ιδού τι μάζεψα από τον πάτο του τάφου…>>
Και της ενεχείρισε
μια πλαστικοποιημένη ταμπελίτσα από αυτές πού βάζουν πάνω στα τραπέζια στις
ταβέρνες να μην κάθονται οι πελάτες της τελευταίας στιγμής.
Πάνω της η
χαροκαμένη γυναίκα, παραμερίζοντας με ένα
μαντηλάκι, το πέπλο το υγρό των δακρύων της, κατάφερε να συλλαβίσει τα
πλάγια κεφαλαία γράμματα με τη δυσοίωνη λέξη:
<<ΡΕΖΕΡΒΕ>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου