Ο Γέρος και η Πόλη
Σ΄αυτή τη πόλη γέρασα μέσα
σε δέκα χρόνια,
χρόνια στραβά, χρόνια λερά
( ενός νεκρού σεντόνια
που τα πετάνε οι συγγενείς
σε κάδο απορριμμάτων).
Γέρασα είπα θεατής θιάσων
αοράτων.
Πυρετιασμένα και ωχρά τα
φώτα ταξιδεύουν,
σπασμένα πάνω στα νερά. Θαρρείς
και κοροϊδεύουν
την τόση μου απελπισιά,
την τόση ερημία.
Φώτα σπασμένα που καλούν
με βιά σ΄αποδημία.
-Άνιση η μάχη-, κρώζουνε
οι κόρακες του Πόε,
ξυλάρμενη αφήνοντας τη
κιβωτό του Νώε.
-Ποτές πια τώρα-, στο αυτί
μου λένε με φωνίτσα
ανθρωπινή και ψάχνουνε στο
κάστρο μια φωλίτσα.
Χαλκίδα εσύ Σκαρίμπεια,
Χαλκίδα του Φαβιέρου,
πρόστρεξε σε βοήθεια του
γέροντα του απτέρου
και πάρε τον στης γέφυρας
τις μαύρες αλυσίδες,
ρίξε τον μέσα στο νερό και
κάμε πώς δεν είδες.
Σ΄αυτή τη πόλη πένθιμα θα
ηχήσουν οι καμπάνες.
Απόγιομα Αποκριάς που θα
κρατάει ροκάνες,
λέσι θα βγάλει η νοτιά
μπροστά στα καφενεία,
κλονίζοντας για μια στιγμή,
της σχόλης την ανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου