Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012


      Μπάρκο με τον κάπταιν Μάδη

 

Κύμα κακό εννιά μποφόρ. Με μηχανή ρημάδι,

για Βόσπορο κινήσαμε, Σύρα και Νότιο Κίνα.

Τις πρώτες μέρες άγρια μας θέρισεν η πείνα,

αθύρματα του τρομερού σατράπη, κάπταιν Μάδη.

 

Τον έχουν κι άλλοι ναυτικοί με φόβο περιγράψει,

ποίημα κοτζάμ του σκάρωσε κι ο Αλέκος Μοντεσάντος.

Θα του γραφε οπωσδήποτε επτά χιλιάδες cantos,

αν δεν τον κλείναν στου Δαφνιού τη σιδερένια χάψη.

 

Παιδί μαγείρου με λερή ποδιά και κρύα μέλη,

έτρωγα πάντα μόνος μου στον πάγκο, σε μια άκρη,

μέσα στο πιάτο στάλαζε τάλαρο λες το δάκρυ.

απ΄τη κλωτσιά θα πάγαινα σαν το σκυλί στ΄αμπέλι.

 

Ποτές μου δεν φαντάστηκα σαν έβαζα τις τζίφρες,

πώς μαύρο μπάρκο-μπέστια ο δόλιος θα πατήσω.

Τη μάνα μου καλύτερα το χα να σκυλοβρίσω,

μπακάλης ας γενόμουνα να πολεμάω μυζήθρες.

 

Μπάρκο <<Μακάο>> με χασίς γιομάτο ως τα μπούνια

και πίπες πάντα αναφτές, ζαλάδα και ναυτία.

Στους όρμους μας εσταύρωνε ολημερίς ρεστία

και σατανάδες χόρευαν στη πρύμνη μιλεούνια.

 

Ορθός στο σταντ της μηχανής, ο νέγρος βλαστημούσε,

λάθος πορεία έδινε, βγήκε διακόσια μίλια.

Για τη ψυχή της μάνας του εμοίραζε σκαμπίλια,

πιασμένος απ΄τ΄ ακρόπλωρο γυμνός, αποπατούσε.

 

Άδεια ντουλάπια, χοιρινό πέντε κιλά το όλο,

χορτάρι αναπνέαμε με πρόσμειξη οξυγόνου.

Φουμάραμε ώσπου έμεινε εν τέταρτο του τόνου,

σαν από θαύμα φύγαμε το πήδημα στο κώλο.

 

Σύναξα τότες τα μυαλά και πάτησα ισάδι.

Σε κάποιο στην Ομόνοια κλείστηκα καφενείο.

Μα όταν νυχτώνει ολόφωτο με προσκαλεί ένα πλοίο,

και ψάχνω ως την Ψυτάλλεια το νέγρο κάπταιν Μάδη.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου