Να
ζεις μονάχος
Καύκαλο στα
χέρια μου κρατώ
κι έχω σαν
Αμλέτος απηυδήσει,
ψάχνοντας
στο δράμα μου μια λύση,
χώματα
αφιλόξενα πατώ.
Δέκα χρόνια
πέρασαν προτού
νοιώσω τι θα
πει να ζεις μονάχος,
θάρρεψα πως
ήμουν κάποιος βράχος,
γέννημα όμως
στάθηκα βροτού.
Σάβανο μου
ράβουν οι ουρανοί.
Στα κιτάπια
βρήκα τα χαμένα:
<<Ποιος
αντρειωμένος για τα μένα,
μες΄το
μεσονύχτι θα φανεί>>;
Πέσανε τ΄ αστέρια
καταγής
κι άνοιξαν
πηγάδια όλο αίμα,
έφτασα παιδί
σχεδόν στο τέρμα,
θάνατος
εντός μου αρραγής.
Καίγομαι
στην ίδια μου φωτιά.
Μου λειψε η
ψυχή να προχωρήσω.
Ότι τιμαλφή
μου θα χαρίσω,
κι έρμαιο θα
γένω του Νοτιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου