Ο Εξόριστος
Χέρια στιβαρά μιας μοίρας,
με ριξαν σε βρωμονέρια,
άδειο τενεκέδι μπύρας,
να ριγώ κάτω απ΄τ΄αστέρια.
Σ΄άνοιξη μηδέ ελπίζω,
σάπια μυρωδιά με πνίγει,
σώμα, πνεύμα εξοπλίζω,
στο χορό που τώρα ανοίγει.
Κι έχει κάτι το σκοτάδι,
απ΄αρχαία τραγωδία.
Το κορμί θ΄αλείψω λάδι,
εκστρατεύοντας για Τροία.
Ποια Μητέρα, ποια Πατρίδα
δέχεται νεκρούς πολίτες;
Μια πτωχευτική μερίδα
και συσσίτιο τις Τρίτες,
περιμένει τους αντάρτες,
πόρνη φθισική στη κλίνη.
Να συμβουλευτώ τους χάρτες,
άναψα ασετιλίνη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου