Πριν τη Σαββατιάτικη αργία
στο πέτο, πριν μεσάνυχτα λογχίσουν
μια πόλη πεθαμένη δυό μερόνυχτα,
διάτα θα δώσω σάβανα να ντύσουν.
Στον κόρφο μου νομίσματα,
καρφιά
και τρίμματα ξυπόλητων
ερώτων.Τα μονοπάτια πέτρα και λιπώματα
και σάρες και κρωγμοί τεφρών φαγκότων.
Κανείς δεν θα τολμήσει να
σκεφτεί,
πως ο νεκρός δεν γίνεται
σεργιάνινα βγαίνει σκελετάρης γι΄ανεμόμυλους,
μ΄απαίτηση να τον φωνάζουν Γιάννη.