Κλείνοντας Λογαριασμούς
(αδιάβαστη σχεδόν εφημερίδα),
αφήνοντας στης ζήσης τη ροή,
τις σκέψεις τις κακές, κάθε φροντίδα.
Στις δέκα ένας ήλιος λαμπερός,
μου ζέστανε νεφρά, καρδιά,συκώτι,
οι ένδεκα με βρήκαν (τυχερός!)
να πίνω τον καφέ μου με τον Φώτη.
μου ζέστανε νεφρά, καρδιά,συκώτι,
οι ένδεκα με βρήκαν (τυχερός!)
να πίνω τον καφέ μου με τον Φώτη.
Μεσημεράκι θέλησα ψωμί,
και κόκκινο κρασί φωτιά Νεμέας,
γυναίκας μεστωμένης το κορμί,
λιγάκι ν΄αισθανθώ κι εγώ ιππέας.
και κόκκινο κρασί φωτιά Νεμέας,
γυναίκας μεστωμένης το κορμί,
λιγάκι ν΄αισθανθώ κι εγώ ιππέας.
Απόγευμα, (τι ρίγος φοβερό;)
αγόρασα σκουτί να με ζεστάνει.
Είς μάτην… Τέτοιο κρύο στυγερό,
δεν έκοβ΄ούτε στου Χριστού τη Φάτνη.
αγόρασα σκουτί να με ζεστάνει.
Είς μάτην… Τέτοιο κρύο στυγερό,
δεν έκοβ΄ούτε στου Χριστού τη Φάτνη.
Και γύρω οκτώ- εννιά στην Αχαρνών,
φωνούλα (απ΄ τα μέσα, απ΄ τα όξω;)
μου μίλησε κοφτά: «Υιέ αρνών,
στο νού βάνε καλά όσα σου λέξω.
φωνούλα (απ΄ τα μέσα, απ΄ τα όξω;)
μου μίλησε κοφτά: «Υιέ αρνών,
στο νού βάνε καλά όσα σου λέξω.
Το τέλος σου εγγύς, μια δρασκελιά.
Ο τάφος σου εκεί (κόκκινος Μύλος),
που μάτια σου μεγάλα και μελιά,
θα λιώσουνε ταχιά. Μιλώ ως φίλος.
Ο τάφος σου εκεί (κόκκινος Μύλος),
που μάτια σου μεγάλα και μελιά,
θα λιώσουνε ταχιά. Μιλώ ως φίλος.
Συντόμευε λοιπόν… Ας το κρασί
και τήρα για να σώσεις την ψυχή σου…»
Εννόησα… και πνεύματι θρασεί,
ξεσπάθωσα: «Φωνή;…Άϊντε γαμήσου!»
και τήρα για να σώσεις την ψυχή σου…»
Εννόησα… και πνεύματι θρασεί,
ξεσπάθωσα: «Φωνή;…Άϊντε γαμήσου!»