Το ξύλιν΄οχυρό
θεριού που το γελάσανε φανφάρες περσιανές,
πήρα τις στράτες κατηφής με το παλιό ποτάμι,
στ΄αυτί μου το ευώνυμο για κάτι προφανές
να μουρμουρίζει: «Μη φοβού κι ο Πρόγονος μαζί σου,
μέχρι το τέλος στέκεται βοηθός σου κι αρωγός.
Θε να φανεί πως γένεσαι μπουκιά μιά της αβύσσου,
μα γνώμη έχει άσφαλτη για σε ο Μυθουργός,
μέχρι το τέλος στέκεται βοηθός σου κι αρωγός.
Θε να φανεί πως γένεσαι μπουκιά μιά της αβύσσου,
μα γνώμη έχει άσφαλτη για σε ο Μυθουργός,
που περπατεί φιλί-κλειδί, των αοράτων θέρμη,
τροχίζοντας τις γνώμες σου, προτείνοντας εσθλά,
κι αν κάποτε το ποδικό λυγίζει, σειέται, τρέμει,
είν΄ ο Εγκέλαδος λωλέ που αυθόρμητα γελά».
τροχίζοντας τις γνώμες σου, προτείνοντας εσθλά,
κι αν κάποτε το ποδικό λυγίζει, σειέται, τρέμει,
είν΄ ο Εγκέλαδος λωλέ που αυθόρμητα γελά».
Την άλλη την Παρασκευή με θάλασσες κομμένες,
από δρεπάνι λες μισό φεγγάρι πορφυρό,
είχα το μάτι καθαρό, γεννητικούς αδένες
βαρβάτους και στη Κούλουρη το ξύλιν΄ οχυρό.
από δρεπάνι λες μισό φεγγάρι πορφυρό,
είχα το μάτι καθαρό, γεννητικούς αδένες
βαρβάτους και στη Κούλουρη το ξύλιν΄ οχυρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου