Η Βιτρίνα
Απούλητο του Χάρου το ψωμί,
σε μια βιτρίνα στέκεται στη Βάρη,
χρόνους εξήντα τόσους σαρκοπέτρινο,
και δίπλα του σκαφίδι κι ένα φτυάρι.
Παιδιά μπροστά περνούν,
χαζεύουν, απορούν,
<<πως ξέμεινε;>> ρωτάνε μ΄ ειρωνεία.
Κι ο Άγγελος βραχνά:
<<Λιοντάρια μου αγνά,
κι εσάς προσμένει κάποιος στη γωνία>>.
Ο Θάνατος το τρώγει το ψωμί,
φορές άλλες ξερό κι άλλες φρεσκούρα.
Να ΄τον που στρίβει κι έρχεται σα θύελλα.
Τα πράγματα για με δείχνουν πια σκούρα.