Κραυγή ενός οδοιπόρου των
Γραμμάτων
Οι λέξεις στρατιωτάκια σε
πορεία,
προς άγραν δυσεπίλυτων χρησμών.
Ο θάνατος θε να ρθει εκ δυσμών,
πριν κυλιστεί εταίρα η μωρία,
στις μέρες που ξοδεύτηκαν εις
μάτην
δίχως φιλί. Τι ζόφος
κοπαδιού;
Ορθός στέκω στον πάτο πηγαδιού,
παλεύοντας φρικτές φιγούρες
λάτιν.
Δεν έχω πια την ζέση του εφήβου
που μια φορά συνήθιζα. Αισχρά
τα χρόνια μου φερθήκανε. Ζεχρά,
στις ρούγες πως βαστάς του
Ροδολίβου;
Και γω που τόσο πόθησα στεφάνι
αγκάθια φορτωμένο, πως βαστώ;
Γυμνό τον ένα έχοντας μαστό,
πορεύομαι πηλός μα και μελάνι…