Στης γιαγιάς το σπίτι
Τη μέρα που σκοτώθηκα, μαδούσανε οι κήποι
και δαγκανιάρικη βροχή στα πλυσταριά χιμούσε,
μέσα στους σταύλους τους χλωροί,
εχλιμιντρούσαν ίπποι,
στερνή φωνή, στερνή λαλιά:<< Βιάσου
Χριστέ και που σαι;>>
Ήταν Σαββάτο των Ψυχών και των Τεφρών
Τετάρτη,
σαν πέρασαν τα φορτηγά και τράβηξαν για πέρα,
στη γη που τέμνουν τον καρπό και συγχωρούν
τον γδάρτη.
Στην ανοιχτή καρότσα τους πήρα τον πρώτο
αγέρα.
Τη μέρα που με λιάνισαν, αγέλαστοι ξωμάχοι,
πετούσαν στα νερά γυμνό πέντε μηνών εγγόνι
κι ύστερα ίσα το δρομί μ΄ένα τσαπί στη ράχη,
για την Πατρίδα που φθορά πολύ καταναλώνει.
Έτσι τα χρόνια πέρασαν. Καπνός και κατσιφάρα,
πνευμόνια μου κατέλυσαν, ρουθούνι δεν
μ΄αφήκαν.
Των Υπογείων χρίστηκα κλησσάρης δίχως τιάρα
κι άξαφνα, πλήθια αστερισμών στους ουρανούς
φανήκαν.
Μα τι τα θες, μπιζέρισα τη λήθη να γυρίζω
με μια πληγή ερωτική, παράσημο στο στήθος.
Σαρακοστής ξημέρωμα το Σπίτι αντικρίζω,
κάτω απ΄΄το χώμα τ΄άκρατο που σκεπε μέγας
λίθος.
<<Αγαπημένη μου μορφή, Μητέρα της
Μητέρας,
στην λεμονιά στάσου σιμά και στην ιτιά τη
μαύρη,
αγκάλη άνοιξε διπλή, του Άλλου Κόσμου γέρας
και δέξου με τρικάταρτο σαν να ΄σουν ντοκ στη
Χάβρη>>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου