Κραχ
Στις Τράπεζες μοιράζουν
κοινωνιά
και κόλλυβα τα Σάββατα, με
άχνη.
Σαν σε δαγκάσει χάρτινη αράχνη,
κοντοζυγώνει στραβοτιμονιά.
Μου το χαν πει τσιγγάνες
σιγαλά:
<<Τα πλούτια σου στιχάκια
μπερδεμένα>>.
Ψηφιδωτό σβησμένο στη Ραβέννα,
την έβγαζα μπορώ να πω καλά,
κρυμμένος στη γωνιά μου σα
λεπρός,
μπροστά σ΄ένα γραφείο
θυρωρείου.
<<Τον οίκο του Πατρός
μου, εμπορίου
οίκον ποιήσατε>>. Χριστός
τεφρός.
Μα να που ήρθε η ώρα του χαμού.
Στους ουρανούς κομήτης μέγα
Όχι.
Το κράνος μου, τη σπάθη και μια
λόγχη,
ρεύματα να διαβώ του ποταμού
κι ας απομείνω λέσι. Τι μ΄αυτό;
Ο τρόμος δεν υπήρξε σύντροφος
μου.
Στο σύνορο το άγνωρο του
κόσμου,
την κεφαλή θα κύψω στο Γραφτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου