Ο Φτωχούλης του Θεού
Χωρίς στατήρα πάτησα στα μνήματα,
προς τις ακτές ξεφεύγοντας των άστρων.
Κάποιος ψηλά χαλάρωσε τα νήματα
και φώναξε στριγκά: «Μιχάλη, άσ’ τον».
Στις πλάτες τις φτενές, μανδύας άλικος.
Ποιος ήμουν; Μια κοτύλη αμφιλύκης,ένας θνητός θρασύτατος πλην πάροικος,
που ορέχτηκε φιλί της Ευρυδίκης.
Γύρω Μαινάδες έτοιμες για βύθιση
κι εγώ στη μέση άσσος των γηπέδων.Ξένο κουστούμι πάνω μου η Ποίηση,
στιχουργική κατηγορίας παίδων.
Τρείς του Μαρτιού, το luger καλολάδωσα
και βάζοντας σιμά τον κρόταφο μου,ψυχή και μπεζαχτά και spleen παράδωσα,
εις χείρας Ιωάννου Χρυσοστόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου