Στην αποβάθρα
ένα τάλαρο φιστίκι Αιγινίτικο,
μια μποτίλια μαύρο κράσο Αγιωργίτικο.
Άραξα στην αποβάθρα με τους
φοίνικες
κι έσπαγα μ΄ένα σφυράκι,
πιάτα, κύλικες.Ρώτησε ο περατάρης: «Πόθεν έρχεσαι;»
«Από κει που τρως αγέρα κι όλο ρεύεσαι».
«Α κι εσύ απ΄την Ελλάδα την
ολόφωτη.
Άσχημη στην ευμορφιά της,
λίγο αλλόκοτη.Βόθρος κι άγια Κοινωνία, φεγγαρόπετρα,
μάνα, πουτανίτσα πρώτη, σπούργος, όχεντρα».
«Βάλε με στη βάρκα μέσα.
Γέρο βούλωτο!
Πνεύμα είμ΄εγώ παρθένο, ντιπ
αδούλωτο.Μην προσμένεις οβολό, δεν έχω χρήματα,
πένη μ΄άφηκε Αυτός που παίζει νήματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου