Η Επιστροφή
Τέσσερις χρόνους στην Καλκούτα,
με μια νυφάδα του Σανκάρ,
τάλαμ εσπούδαζα, σιτάρ.
Κι ο Γιακουμής απ΄την Κουρούτα:
«Γύρισε Τόλια, μην κωφεύεις»,
στέλνει μου γράμμα και γραφή,
«και σου΄χω ούτι στο καρφί.
Σταμάτα πια να κοροϊδεύεις,
στέλνει μου γράμμα και γραφή,
«και σου΄χω ούτι στο καρφί.
Σταμάτα πια να κοροϊδεύεις,
τον εαυτό σου και τους άλλους.
Σύρε να παίζεις «Μισιρλού».
Εκεί, στον τάφο του Ινδού,
συρτά δεν ξέρουν, μήτε μπάλλους».
Σύρε να παίζεις «Μισιρλού».
Εκεί, στον τάφο του Ινδού,
συρτά δεν ξέρουν, μήτε μπάλλους».
Τέσσερις χρόνους στην Καλκούτα,
και πρωϊνό Πρωτομαγιάς,
μύρισε πάλι μου ο πευκιάς,
στου Άλκη* εδώ το κάμα σούτρα.
και πρωϊνό Πρωτομαγιάς,
μύρισε πάλι μου ο πευκιάς,
στου Άλκη* εδώ το κάμα σούτρα.
Όπου Άλκης, ο Αλκιβιάδης ο αρχαίος, ο άντρας ο πρόστυχος,
που΄καμε μιαν ολάκερη Ελλάδα, αρσενική και θηλυκή, να πλαντάξει από πόθο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου