Λαμπιδώ
Άνοιξα μια πόρτα στης Χαλκίδας τον νοτιά,
μες στο μεσημέρι καλοκαίρι και φωτιά,
κι ήρθες σαν τραγούδι ξεχασμένο από καιρό,
κάτι να σταλάξεις μέσα μου λυπητερό.
Ο παλιός μας κήπος γέμισε νεκρά πουλιά,
έγειρε στο χώμα των φιλιών η μουσμουλιά,
και το κυπαρίσσι που θαυμάζαμε πολύ,
την τρανή του έχει ξεντυθεί πια τη στολή.
Ρώτησα για σένα, δεν σε γνώριζε κανείς,
πήγα στο γιοφύρι περιμένοντας να ρθεις.
Γύριζα σαλός καθώς γυρίζουν τα νερά,
κι ήτανε τα πόδια μου δυό κούτσουρα ξερά.
Κλείνω τώρα πόρτα στης Χαλκίδας τη ζωή,
πέρασαν τα χρόνια, μ΄απομένει μια βοή,
να μου συλλαβίζει τ΄όνομα σου: «Λαμπιδώ»,
κάθε που με σπρώχνουν τα σκοτάδια ν΄ακηδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου