Η ζήση μου
Η ζήση μου στο μάτι του Θεού,
καρφί κι ανοικονόμητος ασβέστης,
σε μια στιγμή απώλεσε το έρμα της,
κι εκδίκηση ορκίστηκε Ορέστης.
Στον Άδη ερημιά,
γυρεύω το φονιά,
τον Άγγελο με τα φτερά τα γκρίζα.
Στην πλάτη μου αυτός,
με σύρματα ραφτός,
το βάρος του στραβώνει μου τη ρίζα.
Η ζήση μου ρολόι του Πατρός,
και του Υιού τριμμένο κομπολόγι,
αγόρασε τσιγάρα σε περίπτερο,
και μπήκε Ιμπραήμ στο Μεσολόγγι.
Η ζήση μου λυγμός και συμφορά,
κομμάτια την καμπάνα θα σκορπίσει
στα πέρατα της γης και μες στης Κόλασης
το πύρ, με το μαγιώ θα κολυμπήσει.