Λευκές νύχτες
Με γέρασαν οι νύχτες οι λευκές,
αυτές με τον επίδεσμο στη κάρα.
Παράσημο της μάνας η κατάρα,
μου βρώμιζε το στήθος σα λεκές.
Πως στάθηκα στον τόσο κραδασμό;
Της έχιδνας πως βάσταξα το δήγμα;
Η ζήση μου χτισμένη απά σε
ρήγμα,
ανέβλυζε χολή και αγιασμό.
Με γέρασαν οι νύχτες οι λευκές,
σαλεύοντας ρυθμό και κόσμου
βήμα.
Σηκώθηκε απρόβλεπτο το κύμα.
Μια φλοίδα τι σου είναι
τενεκές;
Μα ξημερώνει κάποτες. Τυφλός,
θε να γυρέψω άσφαλτο στη Θήβα.
Αγροτικά με γύφτους μες το
λίβα,
θα διαλαλούν: <<Ποιότητας
Πηλός>>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου