Παρασκευή Ως Μεγάλη Πάντα
Στην Εθνική σκληρή φωτοχυσία,
λιγώνει τις αισθήσεις. Οδηγώ
γυρεύοντας σκαρί και Ναυπηγό
κι ένα χαμένο Λόγο του Λυσία.
Η θάλασσα ανοίγει σαν εταίρα
τα πόδια της στον κάθε μουστερή.
Πως λιάνεψε το χάσικο κερί
που λέκιαζε την κάσα του Πατέρα;
Καρφώνω τις ταχύτητες. Σφαδάζει
το λάστιχο μιας ήμερης χαράς.
Μηλαδερφός βοριάς, χορευταράς,
τη σκόνη απ΄τα σάβανα τινάζει.
Στην Εθνική ριγούν τα μεσημέρια,
παρά το κυνικό τους το παλτό.
Χιτώνιο δερμάτινο, φθαρτό
μου στέλνει ακατάπαυτα χαμπέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου