Να Περπατώ
με το βαρύ και το αργό το τέμπο που μου πρέπει.
Μην και νοιαστείς! Πολύ αργά τον γόρδιο να λύσεις.
Είναι του ήλιου το σπαθί εκείνο που με θρέφει
και μιας ωχρής ανάμνησης το τραύμα
και το πύον.
(Σκαλιά ως κάτω, το κρασί να
βάφει τους καθρέφτεςκαι μια ψυχή πριν χαψωθεί βαθιά στο ένα μείον).
Το διαλαλώ κι ας λογιστώ αντάμα με τους ψεύτες.
Να περπατώ συνήθισα με γείσο
στο καπέλο
και το καφέ αδιάβροχο που φόραε
ο Πατέρας.Γιομάτες τσέπες «Τσάρλεστον» και σοκολάτες «Μέλο».
Τώρα νογώ τι πάει να πει της Αμαλθείας κέρας.
Χωριό μου Κυκλαδίτικο και
τάφοι μαζεμένοι,
καθώς κλωσσόπουλα σιμά στο
ράμφος που ταγίζει.Αχ παρδαλέ Πανώκοσμε το βύσσινο να μένει,
εμέ καλεί κυπάρισσος και μιας κηδείας ρύζι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου