Το Αρνάκι
Αρνάκι ο Χάροντας με σπρώχνει στα χορτάρια,
ήλιο ταγίζει με, αγέρι σβουριχτό,
για να με χώσει σαν φανούνε τα Λιοντάρια,
στο σκότος μέσα άρον- άρον το πηχτό,
για να με χώσει σαν φανούνε τα Λιοντάρια,
στο σκότος μέσα άρον- άρον το πηχτό,
του παλιοστάβλου που Χριστός μας εγεννήθη.
(Μα που πια μάγοι, που βοσκοί, που ωσαννά;)
Με τον καιρό εξευτελίσθησαν τα ήθη,
και ξύδι γέγονε ο οίνος της Κανά.
(Μα που πια μάγοι, που βοσκοί, που ωσαννά;)
Με τον καιρό εξευτελίσθησαν τα ήθη,
και ξύδι γέγονε ο οίνος της Κανά.
Αρνάκι ο Χάροντας με βάζει στο μαχαίρι,
και θα χορτάσει πλήθος Άσωτους Υιούς,
με σκώτη, σπλήνα, γυρισμένο το αντέρι,
γλώττα τε μάγουλα κι ευώνυμο μου ούς.
και θα χορτάσει πλήθος Άσωτους Υιούς,
με σκώτη, σπλήνα, γυρισμένο το αντέρι,
γλώττα τε μάγουλα κι ευώνυμο μου ούς.
Και σαν τελέψει ο Νεκρόδειπνος θα ειπούνε,
σαν χορωδία από Τρίκαλα μεριά:
«Αυτός ρε Χάροντα, (θνητοί πως καταντούνε;),
λες του Καβάφη καταπίνεις τα Κεριά.»
σαν χορωδία από Τρίκαλα μεριά:
«Αυτός ρε Χάροντα, (θνητοί πως καταντούνε;),
λες του Καβάφη καταπίνεις τα Κεριά.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου