Γιατί και ο Λύκος θα πρέπει κάποτε να δειπνήσει
Τα σκοτεινά δεν φώτισα ρουμάνια της ψυχής,
τι μ΄άρεγε να περπατώ σα λύκος πεινασμένος,
το λαγιαρνί γυρεύοντας μιας ηθικής ρηχής,
που θα δεχόταν να γενεί το δείπνο μου ασμένως.
Κι ένα Σαββάτο δειλινό τρελής Αποκριάς,
τα παγωμένα φίλησα ποδάρια του θανάτου.
«Γέννημα συ της έχιδνας και της κακομοιριάς,
πως με τα χείλη σου τολμάς φιλί του αοράτου;
τα παγωμένα φίλησα ποδάρια του θανάτου.
«Γέννημα συ της έχιδνας και της κακομοιριάς,
πως με τα χείλη σου τολμάς φιλί του αοράτου;
Τα πρόβατα ψοφήσανε, ΄ρημώσαν τα μαντριά.
κι αν θέλεις γαίμα μουστερή, τράβα στις μητροπόλεις,
με τα μεγάλα δόντια σου σα μέλισσας κεντριά,
νά ΄βρεις τ΄αδέλφια σου εκεί τα εξώλης και προώλης».
κι αν θέλεις γαίμα μουστερή, τράβα στις μητροπόλεις,
με τα μεγάλα δόντια σου σα μέλισσας κεντριά,
νά ΄βρεις τ΄αδέλφια σου εκεί τα εξώλης και προώλης».
Τα σκοτεινά δεν φώτισα ρουμάνια και στραβός,
ροβόλησα τη ρεματιά ως τα σφυρά του Γκύζη.
Ο μαγαζάτορας μπροστά τανύστηκε θαμπός:
«Εύκαιρο στο κατάστημα, μονάχα μαύρο ρύζι».
ροβόλησα τη ρεματιά ως τα σφυρά του Γκύζη.
Ο μαγαζάτορας μπροστά τανύστηκε θαμπός:
«Εύκαιρο στο κατάστημα, μονάχα μαύρο ρύζι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου