Η Ενέδρα
Γιόμισ΄η Πλάση άτακτους και σφάχτες ορφανών,
ταμιευτήρων μολευτές, ξεθάφτες των Αγίων
κι όλοι μαζί μπουλουκηδόν, ωχροί μετά φανών,
απ΄την παλιά την Εθνική ξημέρωσαν στο Δίον.
Τη μάνα τους σταυρώσανε, βατέψαν το παιδί,
τους συγγενείς ξεγράψανε χαλώντας τους με σπόγγο
και σαν η μέρα κέκλικεν από κρασί φαιδροί,
γι΄ αρνιά ξαμοληθήκανε και κάψανε τον λόγγο.
τους συγγενείς ξεγράψανε χαλώντας τους με σπόγγο
και σαν η μέρα κέκλικεν από κρασί φαιδροί,
γι΄ αρνιά ξαμοληθήκανε και κάψανε τον λόγγο.
Ανάμεσα τους κι ο Χριστός με μάτι θαλασσί,
τες ασπιρίνες βλόγησε που πίνανε αράδα
και λόγο τους απηύθηνε: «Ο άνθρωπος να ζει
για προσευχή κι ενίοτε ν΄ανάβει και λαμπάδα».
τες ασπιρίνες βλόγησε που πίνανε αράδα
και λόγο τους απηύθηνε: «Ο άνθρωπος να ζει
για προσευχή κι ενίοτε ν΄ανάβει και λαμπάδα».
Κάποιος, (εγώ;) μειδίασε…Τον μάλωσε Αυτός:
«Το ύφος σου στρογγύλεψε, γέννημα μιας γουρούνας».
Μα έξαφνα απ΄τα βουνά ροβόλησε Στρατός
και γένηκε τ΄Αντάρτικο χλωρή τροφή κουρούνας.
«Το ύφος σου στρογγύλεψε, γέννημα μιας γουρούνας».
Μα έξαφνα απ΄τα βουνά ροβόλησε Στρατός
και γένηκε τ΄Αντάρτικο χλωρή τροφή κουρούνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου