Μια μέρα του
Μαρτιού ΄14
λερώνοντας το πάτωμα με τις φθαρμένες μπότες.
Τον ρώτησα: «Σκληρόκαρδε, μην είσαι ο φονιάς;»
κι αυτός μου ανταπάντησε: «Φοβού τους αιμοδότες,
κι όσους μοστράρουν πρόσωπο γλυκύ κι ασπρουδερό,
να λέγουν οι γειτόνοι τους το τι χρυσοί που είναι.
Θα μάθεις με τα τέρμινα, θα νοιώσεις με καιρό,
πως όποιοι δεν σε θέλουνε, σου λέγουνε το μείνε».
να λέγουν οι γειτόνοι τους το τι χρυσοί που είναι.
Θα μάθεις με τα τέρμινα, θα νοιώσεις με καιρό,
πως όποιοι δεν σε θέλουνε, σου λέγουνε το μείνε».
Άνοιξα το παράθυρο μια
μέρα του Μαρτιού,
και φώναξα του καφετζή πικρό καφέ να φέρει.
Κι αυτός με πείσμα δείχνοντας τ΄ασπράδι του ματιού,
μου σφύριξε: «Δεν θες καφέ. Εσύ θέλεις μαχαίρι,
και φώναξα του καφετζή πικρό καφέ να φέρει.
Κι αυτός με πείσμα δείχνοντας τ΄ασπράδι του ματιού,
μου σφύριξε: «Δεν θες καφέ. Εσύ θέλεις μαχαίρι,
να διώξεις απ΄το σπίτι
σου τον βρόγχο του χιονιά,
πάνω απ΄της πόλης τις ειρκτές στα σωθικά του δάσου.
Την πόρτα σου ασφάλισε, γύρισε κλειδωνιά,
κι από του κόσμου την γιορτή σαν αντρειωμένος χάσου».
πάνω απ΄της πόλης τις ειρκτές στα σωθικά του δάσου.
Την πόρτα σου ασφάλισε, γύρισε κλειδωνιά,
κι από του κόσμου την γιορτή σαν αντρειωμένος χάσου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου