Του Ιουλίου αρχομένου
Στης Τύμφης το διάφραγμα μια
βρύση,
πενθεί από της γέννας τον καιρό.
Απάνω μου κατάμαυρο φτερό,
ζυγιάζεται σκοπώντας να με
λύσει
σε τεύχη. Τα πετρώματα στον
ήλιο,
απόγευση χαρίζουν δυνατή.
Ο Πολικός γλυκά πρωτοστατεί,
στης κρύας προσευχής το
περιστύλιο.
Ξυπνώ με τον καημό του Χατζιδάκι.
κουφάρι να γυρεύει δανεικά
καβοκολώνες, άτια, νυφικά
και λίγα από των στίχων μου τα
ράκη.
Τους παγετώνες βρίσκεις και στη
Βόδα.
Φτάνουν με των καφέδων τα νερά.
Τα χρόνια μου ξηγήθηκαν λερά,
γκρεμίζοντας της νιότης την
παγόδα
εν μια νυκτί. Αλήθεια τι
μαράζι,
το βήμα να μετράς προς το
γκρεμό;
Μοσχομυρίζουν όλα μισεμό
κι ο θάνατος <<μηλαδελφό>>
με κράζει.
Στης Τύμφης την δυσοίωνη
καμπούρα
υψώνω τη σημαία των χρησμών.
Κάποτε θ΄ανατείλλει εκ δυσμών
για να γυρίσει ανάστροφα η
σβούρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου