Ρίχνω στα χέρια πούδρα περισσή,
τα βάρη μιας ψυχής ν΄ανασηκώσω.
Μου πρέπει λίγο ακόμη να
ψηλώσω,
πριν ακουστεί βαριά ή φωνή:
<<Τις ει;>>
Ζαντούχια με φιλεύει ο Θεός
και πράσινη στον πνεύμονα μου
βλέννα,
καημό πολύ για μια πουτάνα Λένα,
τον ουρανό που σκέπει με
σκαιός.
Κηρύττω επανάσταση λοιπόν.
Πλέον δεν έχω κάτι για να χάσω.
Σαράντα μα κοντεύω να γεράσω,
το λέσι καταντώντας των γυπών.
Έτσι, με ξύλα κτίζω του
σταυρού,
φτενή φελούκα σάμπως και
γλυτώσω.
Η θάλασσα μεγάλη λένε…Πόσο;
Στα μέτρα δίχως άλλο ενός
νεκρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου