Το τελευταίο βαλσάκι
Δεν θέλω να μιλώ για τα παλιά.
Τη σακοράφα, χείλια μου να ράψω.
(Θα βρέχει φονικό τη Πασχαλιά).
Αβγά λοιπόν μιας χίμαιρας ας βάψω,
προτού σταθεί του Γιούδα η μορφή,
απάνω στα γυαλιά των παραθύρων.
Πάει καιρός που μόνη μου τροφή,
μέλας ζωμός με τρίματα ονείρων.
Μεσάνυχτα. Το Σύμπαν απεργεί,
δυσοίωνο, τραυλό, ξεχειλωμένο.
Συντρόφια μου η Ώζε κι ο Πέερ
Γκύντ,
στης νιότης το τσαρδί το
στοιχειωμένο.
Η άνοιξη πικρότατη ελιά,
μου μούδιασε το στόμα. Πώς να
κρίνω
αν με βαστάξει πάνω η θηλιά;
Τα μάτια ακουμπώ στο κομοδίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου