24 Ώρες
Ξεπόρτισα στις πέντε ξημερώματα,
σκατά σκυλιώνε, λασπουριά και χώματα.
Κατά τις έξη πάτησα Πετράλωνα,
που κάποτε για μια Καλλιόπη καύλωνα.
Επτά…Παπάδες είδα να προσέρχονται,
στες εκκλησιές και είπα: «Δε κουρεύονται».
Οκτώ κι οι δρόμοι γέμισαν παραίτηση,
εννιά και τρέχαν μάγκες γι΄απολέπιση.
Στις δέκα ο ζητιάνος παραφέρθηκε,
σαράντα σέντσια του δωνα, δεν δέχτηκε.
Κοντά στις εντεκάμισυ μυστήριο,
λιβάνι μύριζε τ΄οβελιστήριο.
Νταν δώδεκα ο Άμλετ κι πατέρας του,
δυό νότες κλειδοκύμβαλου ασυγκέραστου.
Στις μία ο ήλιος έκαιγε(τι Κόλαση;)
και πήρε να θολώνει μου την όραση.
Μπιζέρισα και γύρισα τρεκλίζοντας,
(χαρβαλωμένο στόρι ο ορίζοντας),
στο σπίτι, στο σπιτάκι, στο κουμάσι μου,
εκεί που κάποτε ήτανε του Άσιμου.
«Που βόσκει η συμβία μου;» απόρεσα,
παντούφλες μ΄αρκουδάκια μαύρα φόρεσα
και χύθηκα φαρδύς-πλατύς στ΄ ανάκλιντρο,
ανοίγοντας ασκό οίνο πεντάλιτρο.
Επέστρεψε στις τέσσερις κουρούμπελο.
(Φαγούρα φοβερή πάνω στο κούτελο).
Ως τα μεσάνυχτα μηδέν απάνταγε,
κλειστό το στόμα της σα Σφίγγα κράταγε.
Πρώτου της έκαμα βαθμού ανάκριση,
δίχως μια στάλα οίκτο και διάκριση,
στις τέσσερις εδέησε: « Έχω γκόμενο…
Με τέτοιον άντρα πράγμα είν΄επόμενο».
Και κλείνοντας ξυπνός εικοστετράωρο,
εμέ και δαύτη απόστειλα στο διάολο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου