Ένα όνειρο
με τ΄άλλο πτυοσκάπανο κοντό.
Μια μουσική μολύνει τον αιθέρα,
κι αυτόν π΄ ονοματίζουνε Γκοντό.
«Είναι του θέρους όνειρο», ψαρεύεις.
«Αγαπημένη, ποιόν θαρρείς πως κοροϊδεύεις;»
«Αγαπημένη, ποιόν θαρρείς πως κοροϊδεύεις;»
Αλλοτινοί καιροί με σιχτιριάζουν,
και κάθε συμβουλή γράμμα νεκρό.
Βατράχια «ωσσανά» κι «αμήν» κοάζουν,
απάνου σαν βαδίζω στο νερό.
και κάθε συμβουλή γράμμα νεκρό.
Βατράχια «ωσσανά» κι «αμήν» κοάζουν,
απάνου σαν βαδίζω στο νερό.
Κι ένα μονάχα είναι που με σώζει.
Του θείου-Πόε ο Κόραξ «nevermore» που κρώζει.
Του θείου-Πόε ο Κόραξ «nevermore» που κρώζει.
Σιδερικά ξεφτίζουν στους αιώνες,
δίνοντας τόνο σ΄άτακτη φυγή.
Μέσα σε μπαρ γυμνόστηθες γοργόνες,
μια κολπική δωρούν μαρμαρυγή.
δίνοντας τόνο σ΄άτακτη φυγή.
Μέσα σε μπαρ γυμνόστηθες γοργόνες,
μια κολπική δωρούν μαρμαρυγή.
«Γύρνα πλευρό ο ρόγχος σε σκοτώνει»,
μου λες και με σκεπάζεις σάβανο σεντόνι.
μου λες και με σκεπάζεις σάβανο σεντόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου