Ένας Αχιλλέας
σαν μπαίνει στην ταβέρνα,
μ΄ απά στο τέταρτο κρασί,
μοστράρει μας τη φτέρνα,
τσιγκλώντας το μεθυσταριό:
«Γυρεύω αντρειωμένο,
τέχνη του να ΄χει το βελί.
Βαρεί εδώ; Πεθαίνω…».
«Γυρεύω αντρειωμένο,
τέχνη του να ΄χει το βελί.
Βαρεί εδώ; Πεθαίνω…».
Χαράμι πάγει κόπος του,
κανένας δεν γυρίζει,
να τον κοιτάξει που λυσσά
και πελαγοαφρίζει.
κανένας δεν γυρίζει,
να τον κοιτάξει που λυσσά
και πελαγοαφρίζει.
Κι έτσι ο δόλιος Αχιλλεύς,
στην τρούπα του ΄πιστρέφει,
μια νύχτ΄ακόμα ζωντανό
της Βρισηίδας ντέφι.
στην τρούπα του ΄πιστρέφει,
μια νύχτ΄ακόμα ζωντανό
της Βρισηίδας ντέφι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου