Ο Τειρεσίας
Οι φίλοι με φωνάζουν
Τειρεσία,
τηρώντας μια παράδοση παλιά.
Στις πλάτες μου μανδύας τα
μαλλιά,
προσφέρουν τακτικά υπηρεσία,
σαν η γυναίκα μέσα μου
θεριεύει
και σέρνεται στης Θήβας τις
βραγιές
γυρεύοντας φιλί.
Πρωτομαγιές,
το χέρι μου νιο φίδι
σαϊτεύει.
Εννιά της γυναικός και μια
του άνδρα,
ξηγήθηκα της Ήρας. Συμφορά…
Με την Θεά αστείο δεν χωρά.
Γενιές επτά τυφλός κι έξω
απ΄τη μάνδρα.
Στη μητρική αγκάλη
κατσουφιάζεις
Οιδίποδα, βουλώνοντας
τ΄αυτιά.
Σπαρτός που να βρεθεί; Μόνο
γατιά
που σαν τ΄ακούς Γενάρη
σκοτεινιάζεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου