Ο θείος Βάνιας
Πλακόστρωτα στενά του Παραδείσου
και σεις φανάρια γόνιμα του νου,
η στράτα μου γραμμή στην
Καρκαλού,
με βγάζει και στα δάσα του
Θερίσου.
Καιρό με πιλατεύανε λιακάδες.
Πως βάσταξα μαθές το τόσο φως;
Στη Κόλαση καλύτερα τυφλός,
παρέα μ΄ένα τσούρμο αδελφοφάδες,
παρά στης λησμοσύνης τη σχεδία
ερέτης. Του Θεού καματερό,
ανάμεσα στο Σίγμα και το Ρω
θυμίζω πανικόβλητα παιδία,
που γνώρισαν τη πίκρα της
ορφάνιας,
στο πρόσωπο του ίδιου τους
γονιού.
Ω τσίγκινη φωνούλα τρυγονιού,
μολόγα τους καημούς του
θείου-Βάνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου