Μια Παναγιά
προστάζοντας : «Τα μάτια σου να τα΄χεις στυλωμένα,
στων Αποστόλων το σκυλί,τ΄από Θεό βαλτό…»
Μα τι τα θες τζιμάνι εγώ, παιδί απ΄τα βλαμμένα,
πάντα με νου σε θάματα, πουτάνες και χωλούς,
ωχρότατο ξεσήκωσα τριήμερον εκ τάφου,
ένα μου φίλο Λάζαρο. Ξετρέλανα πολλούς:
«Αστέρας γένε » λέγαν μου, «του κινηματογράφου!»
ωχρότατο ξεσήκωσα τριήμερον εκ τάφου,
ένα μου φίλο Λάζαρο. Ξετρέλανα πολλούς:
«Αστέρας γένε » λέγαν μου, «του κινηματογράφου!»
Κι΄ ήρθε στιγμή που ο σκύλακας υλάκησε: «Ραβί»,
ένα φιλί χαράζοντας απά στο μάγουλο μου,
και δυο μερούλες ύστερις βοϊδάγγελοι γκαβοί,
σηκώναν την ψυχούλα μου ΄λαφριά πολύ επ΄ώμου.
ένα φιλί χαράζοντας απά στο μάγουλο μου,
και δυο μερούλες ύστερις βοϊδάγγελοι γκαβοί,
σηκώναν την ψυχούλα μου ΄λαφριά πολύ επ΄ώμου.
Και νάμαι τσιφ τσαρδάκι μου, στης μάνας τα σκουτιά,
με τον αγέρα των πληγών και μιαν οσμή θανάτου.
«Στου Κωκυτού τα ύδατα, τι γύρευες βουτιά;
Αχ! τι παιδί που μου ΄λαχε, να τρώω τα κόλυβα του…»
με τον αγέρα των πληγών και μιαν οσμή θανάτου.
«Στου Κωκυτού τα ύδατα, τι γύρευες βουτιά;
Αχ! τι παιδί που μου ΄λαχε, να τρώω τα κόλυβα του…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου