Ο Δείλαιος Στρατιώτης
«Για πού τραβάμε σύντροφε; Σαν τους στραβούς που πάμε;»
Κι αυτός: «Τις πάρλες άφησε…Σειρά, δεν με γαμείς;
Ο λόγος που υπάρχουμε, ομπρός να προχωράμε».
«Δεν είν΄απάντηση αυτή. Φρενάρω
να μιλώ
μ΄ανθρώπους μπρούτους σαν και σε, και κλείνομαι στης χλαίνης
την άβυσσο κι αντιλαβού πως σέβεται πηλό,
ο ποιητάρης μοναχά ο νηστικός και πένης».
μ΄ανθρώπους μπρούτους σαν και σε, και κλείνομαι στης χλαίνης
την άβυσσο κι αντιλαβού πως σέβεται πηλό,
ο ποιητάρης μοναχά ο νηστικός και πένης».
Συννεφιασμένος κάθησα στο
χώμα το νωπό,
και δέχτηκα ως έπαθλο μυκτηρισμούς και γιούχα,
κι ήταν η μέρα Κυριακή στους Μύλους του Ντεπώ,
κι εγώ μια πόρνη που αργεί σε ρούσα μέσα ρούχα.
και δέχτηκα ως έπαθλο μυκτηρισμούς και γιούχα,
κι ήταν η μέρα Κυριακή στους Μύλους του Ντεπώ,
κι εγώ μια πόρνη που αργεί σε ρούσα μέσα ρούχα.
Πέρασ΄ο πρώτος, ο στερνός,
και χάθηκαν μακριά,
με σκόνη τους ραντίζοντας ζουμπούλια κι ανεμώνες,
προς το μαχαίρι τρέχοντας ωσάν τα λαγιαρνιά,
κι έμεινα ο δείλαιος εγώ να χαίρομαι χειμώνες.
με σκόνη τους ραντίζοντας ζουμπούλια κι ανεμώνες,
προς το μαχαίρι τρέχοντας ωσάν τα λαγιαρνιά,
κι έμεινα ο δείλαιος εγώ να χαίρομαι χειμώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου