Το Εξοχικό στη Σαλαμίνα
κι είπα φληναφήματα τέρμα, ως εδώ.
Κι αν με πήρε δούλο της κάποτε η Αθήνα,
να λογιέμαι είν΄ σωστό πρόσωπο φαιδρό;
Ναύτης με παράστεκε Μαραμπού και Κόλιας,
γράφοντας στον άνεμο στίχους λυγμικούς:
«Χρόνια το παράπονο μιας μανούλας δόλιας,
σου ΄κρυβε ορίζοντες πανοραμικούς.
γράφοντας στον άνεμο στίχους λυγμικούς:
«Χρόνια το παράπονο μιας μανούλας δόλιας,
σου ΄κρυβε ορίζοντες πανοραμικούς.
Κι ήταν τα ταξίδια σου του περαματάρη,
δυο λεπτών υπόθεση δίχως μερτικό.
Σε καλούσαν πάντοτε της Χιλής οι φάροι,
μα ΄χες φρένο στρίγγλικο γης αερικό.
δυο λεπτών υπόθεση δίχως μερτικό.
Σε καλούσαν πάντοτε της Χιλής οι φάροι,
μα ΄χες φρένο στρίγγλικο γης αερικό.
Γυάλινος στο Πέραμα και μπροστά Παλούκια,
μ΄ανοιχτό πουκάμισο κόντρα στους καιρούς.
έτσι εσύ ταξίδεψες, πέρασες τα λούκια,
ψάχνοντας στους Άτλαντες Σφαξ και Βέρα Κρούζ».
μ΄ανοιχτό πουκάμισο κόντρα στους καιρούς.
έτσι εσύ ταξίδεψες, πέρασες τα λούκια,
ψάχνοντας στους Άτλαντες Σφαξ και Βέρα Κρούζ».
Πάτησα λιγόψυχος την παλιά παντόφλα,
για Σαββατοκύριακο στο εξοχικό,
που ΄χτισε ο πατέρας μου (δούλευε και ξόφλα),
πράγμα (τι ντροπή για με), άκρως λογικό.
για Σαββατοκύριακο στο εξοχικό,
που ΄χτισε ο πατέρας μου (δούλευε και ξόφλα),
πράγμα (τι ντροπή για με), άκρως λογικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου