Ο ΒΙΒΛΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣ
Οχτώ φορές μ΄αρνήθηκες,
Βαρούχ, Θωμά και Πέτρο.
«Ορέστη πως και λύθηκες,
απ΄της συκιάς το δέντρο;»
Και γω δεν είχα τι να πω…
(Τα χείλη μου πρησμένα).Είπα μονάχα: « Θα ντραπώ,
σα σμίξω τον Κανένα».
Ξημέρωνε το Σάββατο
κι ο Σταυρωτής αργούσε.«Άρον κοπρίτη κράβατο»,
η πλέμπα μου βοούσε.
Και σφίγγοντας το χέρι μου
σα βρόγχος, σα τανάλια,σε κάποιου τόπου έρημου,
με πήρες τα κανάλια.
«Ρίξου εδώ, ρίξου εκεί,
νερό και σε γυρεύει.Έτσι τελειώνουν οι Γραικοί
κι η ράτσα τους στερεύει».
«Μες στα νερά, βάλε καλά
στο νου σου, Ποσειδώνας.Η τρίαινα που κουβαλά,
χαρά για με κι αγώνας.
Και δεν υπάρχει πια πνιγμός...
Ο Κόσμος πάλι θάλλει.Έχει σου, πίκρα και λυγμός
και τρύπα στο κεφάλι.
Για μένα όλα καθαρά.
Σιμά μου
Περσεφόνη.Έξη τη τύχη του Μαρά
και έξη στο μπαλκόνι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου