Στου Καλοκαιριού το χιόνι
Στου καλοκαιριού το χιόνι πρώτος πάτησα,
βλαστημώντας την ελπίδα τη σακάτισσα.
Φόρεσα την πατατούκα πανωτόκι μου
και τ΄αστέρι το σβησμένο κάποιου Δόκιμου.
Τα μεταξωτά μαλλιά της ανεμίζανε
στους βοριάδες και σαν σύρματα σφυρίζανε.
Είπα μάτια να σηκώσω, δεν το τόλμησα,
κάθε πόθο με τη σπάθη καρατόμησα.
Κι έμεινα στον πάγο πάνω να πορεύομαι,
να παρακαλώ, να κλαίγω, να παιδεύομαι.
Γιούλης, ντάλα μεσημέρι, Φοίβος άσπλαχνος
κι εγώ ψέμα μου να τρέφω μόνος κι άραχνος.
Στου καλοκαιριού την πάχνη νιος ξεψύχησα,
πριν να βρω τη Δουλτσινέα μου τη ρήγισσα.
Ιδρωμένοι Δεσποτάδες με φυτέψανε
μαργωμένο κι όπως-όπως ξεμπερδέψανε.
Στου καλοκαιριού το χιόνι πρώτος πάτησα,
βλαστημώντας την ελπίδα τη σακάτισσα.
Φόρεσα την πατατούκα πανωτόκι μου
και τ΄αστέρι το σβησμένο κάποιου Δόκιμου.
Τα μεταξωτά μαλλιά της ανεμίζανε
στους βοριάδες και σαν σύρματα σφυρίζανε.
Είπα μάτια να σηκώσω, δεν το τόλμησα,
κάθε πόθο με τη σπάθη καρατόμησα.
Κι έμεινα στον πάγο πάνω να πορεύομαι,
να παρακαλώ, να κλαίγω, να παιδεύομαι.
Γιούλης, ντάλα μεσημέρι, Φοίβος άσπλαχνος
κι εγώ ψέμα μου να τρέφω μόνος κι άραχνος.
Στου καλοκαιριού την πάχνη νιος ξεψύχησα,
πριν να βρω τη Δουλτσινέα μου τη ρήγισσα.
Ιδρωμένοι Δεσποτάδες με φυτέψανε
μαργωμένο κι όπως-όπως ξεμπερδέψανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου