Ο Μήτσος
Ένα καιρό που τα σκυλιά, είχαν φωνή και λόγο,
νέρος ο Μήτσος μπάσταρδος απόκοντα με παίρνει
και μες στ΄αυτί γαυγώντας μου είπε: «Σου δίνω ψόγο,
ότι ο κόσμος ο κακός πολύ σε παρασέρνει
κι όσο που ήσουνα χρυσός κι είχες τις χάρες όλες,
ωσά και με αγρίεψες και φάλτσο πήρες δρόμο.
Κι αν είναι να σαι σκύλαρος προσεχτικά τις φόλες,
γιατί τα τακιμάκια σου μπέσα δεν έχουν, νόμο
κι εκεί που σε ταγίζανε κι εκεί που σε ποτίζαν,
κλωτσιά γερή στα πισινά σε δίνουν κι αλαργεύουν,
τι το κεμέρι που χανε στην άκρη και τοκίζαν,
αναμεσίς στα φρόκαλα ματαίως πια χαλεύουν.
Κακός Βοριάς βροντοκοπά, πικρός Νοτιάς φυσάει
και η ζωή που κάποτες χορός και παιχνιδάκι,
πολλά στραβά εγύρισε και τους θνητούς τρυπάει,
με μια ψυχράδα που ευθύς σε στρέφει γεροντάκι».
Αυτά ο Μήτσος χούγιαξε και μου δειξε τα δόντια
και σα μια πέτρα έσκυψα στα χέρια μου και πήρα,
γύρισε και μου πέταξε λέξεις στερνές ακόντια:
«Καθαρματίδη Άνθρωπε, μυαλά σου και μια λίρα».
Ένα καιρό που τα σκυλιά, είχαν φωνή και λόγο,
νέρος ο Μήτσος μπάσταρδος απόκοντα με παίρνει
και μες στ΄αυτί γαυγώντας μου είπε: «Σου δίνω ψόγο,
ότι ο κόσμος ο κακός πολύ σε παρασέρνει
κι όσο που ήσουνα χρυσός κι είχες τις χάρες όλες,
ωσά και με αγρίεψες και φάλτσο πήρες δρόμο.
Κι αν είναι να σαι σκύλαρος προσεχτικά τις φόλες,
γιατί τα τακιμάκια σου μπέσα δεν έχουν, νόμο
κι εκεί που σε ταγίζανε κι εκεί που σε ποτίζαν,
κλωτσιά γερή στα πισινά σε δίνουν κι αλαργεύουν,
τι το κεμέρι που χανε στην άκρη και τοκίζαν,
αναμεσίς στα φρόκαλα ματαίως πια χαλεύουν.
Κακός Βοριάς βροντοκοπά, πικρός Νοτιάς φυσάει
και η ζωή που κάποτες χορός και παιχνιδάκι,
πολλά στραβά εγύρισε και τους θνητούς τρυπάει,
με μια ψυχράδα που ευθύς σε στρέφει γεροντάκι».
Αυτά ο Μήτσος χούγιαξε και μου δειξε τα δόντια
και σα μια πέτρα έσκυψα στα χέρια μου και πήρα,
γύρισε και μου πέταξε λέξεις στερνές ακόντια:
«Καθαρματίδη Άνθρωπε, μυαλά σου και μια λίρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου