Τα Μάρμαρα
Τα μάρμαρα ψυχρά σκέπουνε
κήπους
και σβένουν του Παρθένη
τις μπογιές,
ρημώνουν αγκαλιές,
κλέβουνε χτύπους
καρδιάς ερωτευμένης. Στις
ροδιές
του κάτω κόσμου ξέμεινα
παιδάκι,
να σέρνω το ποδάρι
νηστικό.
Ψηλά, του Ψυχοσάββατου
γεράκι,
στις λάσπες μες το αίμα,
νυφικό.
Στον ώμο του πατέρα το
κανάρι,
ακέφαλο και πάλι του
λαλεί.
Διπλής σελήνης άναψε
φανάρι
και φώτισε της νύχτας το
χαλί,
να βρουν δρομί στρωτό και
μονοπάτι,
καντόροι, ανυπόληπτοι
αστοί.
Κρασί κερνώ στυφό τον
Μιθριδάτη,
πριν γείρω πελιδνός στη
κουπαστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου