Ένας Θάνατος
μποτζάροντας απ΄το ζερβί
και κατακόκκινη τη μύτη.
Πήρες σβησμένη το βιβλίο
και διάβασες απ΄ την αρχή,
του Ιλαρίωνος τον βίο.
Την Κυριακή δεν είχες κέφι.
-Θέλω να μείνω νηστική.
Χόρευε ο χάρος με το ντέφι.
Την άλλη μέρα πριν νυχτώσει
σε παραλήρημα βαθύ:
-Κάποιος τον σκύλο να σκοτώσει.
Σιμά σου κάθισα μητέρα,
να σου κρατήσω συντροφιά.
Τρείς το πρωί πέρασες πέρα.
Έχεις τα χέρια σταυρωμένα.
Σαν Παναγιά χαμογελάς
και είναι όλα πια σωσμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου