Ο Εκδρομέας του Ψυχοσάββατου
μου φτάνουν τα γαυγίσματα των
σκύλων.
Απόνερα πατώ μ΄ένα παράπονο,
τι μ΄έλιωσε η μέγγενη των ξύλων.
Δραπέτης των καιρών,
ανθρώπων και θεών,
εγώ του πικροτάφου ο προδότης,
με τσέπες αδειανές,
στου δρόμου το πρανές,
Θα γείρω του θανάτου ταξιδιώτης.
Απόγιομα τινάζω τη βροχή,
καρφιά και λίγο σάπιο ροκανίδι.
Στη πόλη μου γυρνώ μ΄ένα
παράπονο,
βαστώντας στο ζερβί σφυρί,
κοπίδι.
Τα μαγαζιά κλειστά της αγοράς,
του κύρη μου το σπίτι
γκρεμισμένο.
Θολό κρασί θα πιω μ΄ ένα
παράπονο,
να μ΄εύρουν τα σκοτάδια
μεθυσμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου