Das Nachtgespenst
Αφιερωμένο στον Ν. Περδίκη
Τις νύχτες που η φύσις ησυχάζει
και κλαίνε τα σκυλιά της
γειτονιάς,
ξυπνώ αγέρας, πλήξης ο φονιάς,
τρυπώνοντας στα σπίτια απ΄το
περβάζι.
Απόψε που θα λείπει κι η κυρά μου.
( Η μάνα της για Κόλαση τραβά).
Δεν ημπορεί να πάει κάτι στραβά.
Να τα καλά και άριστα του γάμου.
Ένας παπάς γυμνή τη παπαδιά του
στα τέσσερα την έχει να βογγά.
Τι νοστιμιές σε τούτον τον οντά;
Απλώνω και γραπώνω τ΄απαυτά
του.
Στριγγλίζει η παπαδιά στριγγλά κι
ο τράγος
(Ο Σατανάς θα είναι συμφωνούν).
Αυτά τραβάνε κι άλλα όσοι βινούν
το Σάββατο. Μέγα εστί το άγος.
Μια κόρη τον Αυνάν τιμά με πάθος,
κλεισμένη στη σοφίτα της. Τολμώ
κι απάνω της πλησίστιος ορμώ,
ως
Σάτυρος, μ΄ αθώος κατά βάθος.
Στριγγλίζει… Τι καζίκι; Ο Κανένας
την άγγιξε και γύρω της κοιτά.
Πόσο Θεέ τα στήθια της στητά,
μα βιάζομαι. Την πόρτα μιας
ταβέρνας,
μονάχος το κρασάκι μου να πιω.
Διαλέγω αγιαννήτικο από τη Χιό
και μάγκα μου δεν θα πλερώσω
φράγκο.
Ξανθό η ταβερνιάρισσα κουκλάκι.
Της ρίχνω πεταχτά ένα φιλί.
Στριγγλίζει. Φρικιασμένη απειλεί,
σουφρώνοντας το κόκκινο αχειλάκι.
Τρείς της νυκτός κι ακόμη σεργιανίζω
για σάρκα διψασμένος ο τρελός.
Ποιος να ναι τάχα τούτος ο φελλός,
απάνω στη γυναίκα μου; Στριγγλίζω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου