Μαρτυρολόγιο Συνοικιακού
Καφενείου
Ο λώρος των Αγίων στο λαιμό μου,
παράσημο μιας άστοχης βολής.Δεκατιανό, απόσταγμα χολής
κι απέ για παραγιός του Οικοδόμου.
Τα χέρια που βαστάξανε τη θλίψη
σαν άστρο από τέρμινα σβηστό,υψώθηκαν στον τέταρτο ιστό,
κομμένα απ΄τη ρίζα. Πώς να ζήσει
πεινώντας και διψώντας για
Πατέρα,
ο άφροντις διαβάτης των νεφών;Ανοίγω το συρτάρι: Bic, depon,
κοντόμια, ξυλοκέρατα, μια βέρα
και χύδην αποκόμματα ονείρων.
Γηράσκω… Οι θαμώνες κωμικά,πεθαίνουν σωρηδόν στα ξαφνικά,
Ερμού, Λαύρου και Λέοντος μαρτύρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου