Του Ασώτου
ξημέρωσα μαδώντας το φτερό.
Λιμπίστηκα ότι φανταχτερό
και να ΄μαι βήμα ένα πριν το σάλτο.
Τ΄αστρόνειρα σβησμένα με σφουγγάρι.
(Χαρούπια μοναχά για πρωινό).
Ο Θάνατος το ύστατο δεινό,
για με το κουρασμένο παλικάρι.
Η προίκα; Να ΄ταν κι άλλη... Μια δεκάρα,
δεν στάθηκε στη τσέπη τσακιστή.
Με φώναζε τ΄αδέλφι μου «ληστή»
κι αυτός-σωστά να λέμε-, κωλοφάρα.
Ακόμα μια ζαριά τυφλά θα παίξω.
Ας χάσω, δεν σκοτίζομαι. Γραφτό
στο Σπίτι να πιστρέψω, να κλαφτώ.
Σφαλιάρα το πολύ και «πούστη έξω».
Τον Μόσχο θα γυρέψω, τον Πατέρα
και το παχύ πουγκί στην εταζέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου