Σκυφτός
και γράφεις μανιασμένα,
ύμνους, ωδές κι ενύπνια,
σονέτα μουχλιασμένα.
Και σα σιμώνει χαραυγή,
που πετεινός λαλάει,
στο μπρίκι βάζεις δισταγμούς,
να ψέσεις ένα τσάι.
που πετεινός λαλάει,
στο μπρίκι βάζεις δισταγμούς,
να ψέσεις ένα τσάι.
Η ζήση λες σου φέρθηκε,
σα να ΄χε απωθημένα,
κι ήταν τα γλίσχρα της φιλιά,
ρηχά, ξεψυχισμένα.
σα να ΄χε απωθημένα,
κι ήταν τα γλίσχρα της φιλιά,
ρηχά, ξεψυχισμένα.
Κι ως να φανεί ο Δικαστής,
με την λαμπρή του τιάρα,
θε να πορεύεσαι σκυφτός,
μαδώντας την τσατσάρα.
με την λαμπρή του τιάρα,
θε να πορεύεσαι σκυφτός,
μαδώντας την τσατσάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου