Γαμήλιο γλέντι
μ΄ένα δοξάρι στομωμένου ποιητή,
σε μια γιορτή που κάποιος θέλησε λιτή,
και διάτα έδωκε προς χάρη σου ν΄αντέξω.
Μαύρα μαλλιά και χέρι άσπρο σαν το γάλα,
και χαμογέλιο να διχάζει ουρανούς,
νυφούλα συ διπλού αστέρος απλανούς,
που ΄χεις τες χάρες σου χυμένες μες στη σάλα.
και χαμογέλιο να διχάζει ουρανούς,
νυφούλα συ διπλού αστέρος απλανούς,
που ΄χεις τες χάρες σου χυμένες μες στη σάλα.
Κάτι με λέγει: « Βάλε δύναμη στην τρίχα…
Να τις εσπάσεις, να μην μείνει ούτε μιά».
Μα στο φινάλε ποιος πλερώνει την ζημιά,
του χάρου κόβοντας και όρεξη και βήχα;
Να τις εσπάσεις, να μην μείνει ούτε μιά».
Μα στο φινάλε ποιος πλερώνει την ζημιά,
του χάρου κόβοντας και όρεξη και βήχα;
Τον Κουλουριώτικο σα ρέκβιεμ θε να παίξω,
κι εσύ μητέρα μου στη Θήβα σκοτεινή,
την πετονιά σου ρίχνοντας μου στη σκηνή,
αγκιστρωμένο ας με τραβήξεις ψάρι έξω.
κι εσύ μητέρα μου στη Θήβα σκοτεινή,
την πετονιά σου ρίχνοντας μου στη σκηνή,
αγκιστρωμένο ας με τραβήξεις ψάρι έξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου