Χαιρώνεια 338 π.Χ
Δριμάρη θε να μάθεις πως με βόλησαν,
οι Θεσσαλοί με τόξα και σφενδόνες.
Τα λόγια σου ποσώς με παρηγόρησαν:
«Ο Λυσικλής μισεί τους Μακεδόνες».
(Μαλλιά κυματιστά σχεδόν αχτένιστα,
το μάτι δυνατό, -λάμπα θυέλλης-),
κάμε θεριού καρδιά κι απλά μηδένιστα.
Ο ουραγός υπήρξα της αγέλης.
Δριμάρη θε να μάθεις τα καθέκαστα.
Το τρένο της φυγής μου της μεγάλης,
σαν αφιχθεί στη Πόλη, (δες το αδέκαστα),
καλό για με ν΄αρχίσεις ν΄ αμφιβάλλεις.
Τώρα σκασμός. Τα φάρμακα χυθήκανε,
δοξαστικά στου αίματος τους δρόμους.
Ο εαυτός: «Θνητέ στο φως ανίκανε,
με ποιο ποδάρι πάτησες τους Νόμους;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου