Πανόραμα μιας Κυριακής του
χειμώνα
Ακύμαντη μια θάλασσα
σκεπάζει
σαν κλώσα σαπισμένα υλικά,
σύμφωνα επιπλέουν χειλικά.
Ποτές η νεκροφόρα δεν
αράζει,
μόνο φορτώνει αράδα
πεθαμένους
μαζί καμιά φορά και
ζωντανούς,
ταξίδι αλέ-ρετούρ στους
ουρανούς
και στης ψυχής τους
τοίχους, τους γδαρμένους.
Τα βράδια όλο μας κόβουνε
το ρεύμα
να πέφτουμε για ύπνο
απ΄τις επτά.
Στα όνειρα μας μπαίνουνε
κλεφτά,
Θεός, Ιησούς Χριστός και
Άγιο Πνεύμα.
Μα δεν θα βρουν αυτό που
περιμένουν.
Το χουμε μείς πουλήσει από
καιρό
στο Διάβολο. Στης γης το
μηριαίο το ξερό,
τα δακρυγόνα, όλο κι
αυγαταίνουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου