Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012


           Ο Στρατονόμος

 

Μονάζει στη γωνιά του ο στρατονόμος

και κόβει τα φτερά του με ψαλίδι,

τον σιγοντάρει ο βρεγμένος δρόμος

κι είναι χειμώνας, έξη η ώρα ήδη.

 

Ένα βιολί βουίζει σ΄ένα σπίτι,

το φάλτσο του σκορπώντας στον αγέρα.

Φθηνός καημός τον σέρνει από τη μύτη

και τον πληγώνει αλύπητα σα σφαίρα.

 

Μονάζει στη γωνιά του και μετράει,

τις μέρες τις χαμένες με μεζούρα.

Να ζήσει χίλια χρόνια δεν φτουράει,

σαρίδι μέσα στην ανεμοδούρα.

 

Σηκώνεται και πάει παρακάτω,

σε γέρο πλάι που πουλάει λαχεία.

Ακούμπησε βυθό, έπιασε πάτο

και χαιρετά ξεκούμπωτο λοχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου